- περίκλειση
- [-ις (-εως)] η огораживание, отнесение оградой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίκλειση — η / περίκλεισις, είσεως, ΝΑ [περικλείω] το κλείσιμο ολόγυρα, ο περιορισμός από όλες τις πλευρές, πλήρης έμφραξη … Dictionary of Greek
περικλείσῃ — περικλείσηι , περίκλεισις enclosing all round fem dat sg (epic) περικλείω shut in all round aor subj mid 2nd sg περικλείω shut in all round aor subj act 3rd sg περικλείω shut in all round fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφραξη — η / περίφραξις, άξεως, ΝΜ [περιφράσσω] η κατασκευή φράχτη ολόγυρα, η περίκλειση με φράχτη … Dictionary of Greek
περικλειστικός — ή, όν, Α [περικλείω] ικανός ή επιτήδειος για περίκλειση, αυτός που μπορεί να περικλείσει, να περιλάβει κάτι («ὁ κύκλος περικλειστικὸς παντὸς πολυγώνου σχήματος», Ιάμβλ.) … Dictionary of Greek
περιοχή — η, ΝΜΑ [περιέχω] 1. χώρος γύρω από κάτι, τόπος γύρω από πόλη, οικισμό ή από έδρα αρχής, περιφέρεια (α. «η περιοχή τής Κορίνθου» β. «η περιοχή τού Γ Σώματος στρατού» γ. «ἡ ἐκτὸς περιοχή», Θεόφρ.) 2. (γενικά) έκταση, επιφάνεια γης, τόπος, χώρος (α … Dictionary of Greek